Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:
Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο evening παρατίθεται στη συνέχεια.
Δείτε επίσης:
slipper
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις
evening n (late day and early night) βράδυ ουσ ουδ
(μέχρι τις 8 περίπου ) απόγευμα ουσ ουδ
(κατά τη δύση του ήλιου ) δειλινό, σούρουπο ουσ ουδ
(καθομιλουμένη ) βραδάκι ουσ ουδ
It is beautiful here in the evening.
Είναι όμορφα εδώ το βράδυ.
ⓘ Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα γυρίσω κατά το δειλινό.
ⓘ Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα γυρίσω κατά το βραδάκι.
evening n as adj (light: twilight) (Δεν υπάρχει αντίστοιχο επίθετο. ) -
He could still see well in the evening light.
Μπορούσε ακόμα να δει καλά στο λυκόφως.
evening n (before nightfall: on given day) βράδυ, βραδάκι ουσ ουδ
Saturday evening is the best time for relaxing in front of the TV.
Το βράδυ του Σαββάτου είναι η καλύτερη στιγμή για να χαλαρώσεις με λίγη τηλεόραση.
Επιπλέον μεταφράσεις
evening n figurative (period of decline) παρακμή ουσ θηλ
(μεταφορικά ) δύση ουσ θηλ
At this point it was obvious that he was in the evening of his great life.
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις
even adv (still, yet) ακόμα επίρ
I feel even worse than I look.
Αισθάνομαι ακόμα χειρότερα από όσο δείχνω.
even adv (including: extreme case) ακόμα και φρ ως επίρ
It was so easy, even a child could do it.
Ήταν τόσο απλό που ακόμα και ένα παιδί μπορούσε να το κάνει.
even adv (despite) ακόμη και, ακόμα και περίφρ
He didn't leave her even after all she had said.
Δεν την εγκατέλειψε, ακόμη και ύστερα από όλα όσα είπε.
even adj (flat) (ομαλός ) επίπεδος επίθ
This floor's not very even.
Το πάτωμα δεν είναι και τόσο επίπεδο.
even adj (uniform) (ίδιος, σταθερός ) ομοιόμορφος επίθ
Apply the paint in an even layer over the surface.
Άπλωσε ένα ομοιόμορφο στρώμα μπογιάς στην επιφάνεια.
even adj (level) ίσιος επίθ
στο ίδιο ύψος περίφρ
(επίσημο ) ισοϋψής επίθ
When you hang the curtains, remember that the curtain rod and the top of the window should be even.
Όταν κρεμάσεις τις κουρτίνες, θυμήσου ότι το κοντάρι της κουρτίνας πρέπει να είναι ίσιο σε σχέση με την κορυφή του παραθύρου.
even adj (no fluctuations) (χωρίς διακυμάνσεις ) κανονικός επίθ
His pulse was very even.
Ο σφυγμός του ήταν κανονικός.
even adj mainly US (equal in quantity) (σε ποσότητα ) ίσος επίθ
Add an even mixture of milk and cream.
Προσθέστε ίσες ποσότητες γάλακτος και κρέμας.
even adj (sports: tied) (αθλητικά ) ισόπαλος επίθ
(καθομιλουμένη ) ισοπαλία ουσ θηλ
She was winning a moment ago but now they're even.
Πριν ένα λεπτό νικούσε εκείνη, αλλά τώρα είναι ισόπαλοι.
Πριν ένα λεπτό νικούσε εκείνη, αλλά τώρα είναι ισοπαλία.
even adj (number: divisible by two) (αριθμοί ) ζυγός επίθ
(επίσημο ) άρτιος επίθ
Since there's an even number of us we can work in pairs.
Αφού η ομάδα έχει ζυγό αριθμό μελών, μπορούμε να δουλέψουμε σε ζεύγη.
ⓘ Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Άρτιοι λέγονται οι αριθμοί που μπορούν να διαιρεθούν με το 2.
Επιπλέον μεταφράσεις
even adj (smooth) λείος επίθ
He sanded the table to make the surface even.
Έτριψε με γυαλόχαρτο το τραπέζι για να κάνει την επιφάνεια λεία.
even adj (equal) ισάξιος επίθ
They're such even players that their games go on forever.
Είναι τόσο ισάξιοι ως παίκτες που τα παιχνίδια τους διαρκούν πάρα πολύ.
even adj (exact) ακριβώς επίρ
It cost an even two dollars.
Κόστισε ακριβώς δυο δολάρια.
even adj (horizontal) ίσιος επίθ
(κατά λέξη ) οριζόντιος επίθ
She made sure the pictures were even.
Βεβαιώθηκε ότι οι εικόνες ήταν ίσιες.
even adj (equal in measure) ίσος επίθ
The pressure has to be even in all four tyres.
Η πίεση πρέπει να είναι ίση σε καθένα από τα τέσσερα λάστιχα.
even adj (people: owe nothing) (καθομιλουμένη ) πάτσι επίρ
After you make this payment we'll be even.
Όταν πληρώσεις αυτά τα χρήματα θα είμαστε πάτσι.
even adj (temper: calm) ήρεμος επίθ
She has intelligence, good looks and an even temper.
Έχει εξυπνάδα, καλή εμφάνιση και ήρεμο χαρακτήρα.
even n archaic or literary (evening) βράδυ ουσ ουδ
(ποιητικό ) δειλινό ουσ ουδ
(παλαιό ) εσπέρα ουσ θηλ
It was a beautiful summer's even and everything was bathed in golden light.
Even n (member of Siberian people) Ίβεν ουσ αρσ κύρ
The Evens are a people living in the far east of Russia.
Even, Lamut n (language) (γλώσσα ) ίβεν ουσ θηλ άκλ
Varvara speaks both Even and Russian.
even⇒ vi (become equal) γίνομαι ισοπαλία περίφρ
(παίκτης ) έρχομαι ισόπαλος περίφρ
The score evened towards the end of the game.
Το σκορ έγινε ισοπαλία προς στο τέλος του παιχνιδιού.
even [sth] ⇒ vtr (make equal) (αθλητικός αγώνας ) ισοφαρίζω ρ μ
United scored in the last minute to even the score.
Η United έβαλε γκολ την τελευταία στιγμή και ισοφάρισε το σκορ.
even [sth] vtr (make level) (κάνω ομοιόμορφο ) ισιώνω ρ μ
(καθομιλουμένη ) σιάζω ρ μ
They used a roller to even the lawn.
Χρησιμοποίησαν έναν κύλινδρο για να ισιώσουν το γκαζόν.
ⓘ Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήρε μια τσουγκράνα και άρχισε να σιάζει τα χορτάρια.
even [sth] vtr (make smooth) λειαίνω ρ μ
κάνω λείο περίφρ
He evened the surface of the door with a plane.
Λείανε την επιφάνεια της πόρτας με μια πλάνη.
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Phrasal verbs even | evening
even out vi phrasal (become flatter or more level) ισιώνω ρ αμ
When you're painting walls, using a roller will even out the paint surface.
even [sth] out, even out [sth] vtr phrasal sep (make flatter or smoother) κάνω κτ πιο ομαλό έκφρ
εξομαλύνω ρ μ
I use foundation to even out my complexion.
even out vi phrasal (become more balanced or equal) εξισορροπούμαι ρ αμ
even [sth] out, even out [sth] vtr phrasal sep (make more balanced or equal) εξισορροπώ ρ μ
I bought my youngest daughter a second-hand car when she passed her driving test; her old sister doesn't drive, so to even things out, I paid for her to go on holiday.
even [sth] up vtr phrasal sep (make balanced, fair) ισοσκελίζω ρ μ
(καθομιλουμένη ) πατσίζω ρ μ
even up vi phrasal (balance out) ισοσκελίζομαι ρ μ
(καθομιλουμένη ) πατσίζω ρ μ
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: